καπικλάριος

καπικλάριος
καπικλάριος, ὁ (Μ)
δεσμοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. clavicularius < clavicula «κλειδί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αγλάιος ο Καπικλάριος — (4ος αι. μ.Χ.).Ένας από τους τεσσαράκοντα μάρτυρες, που μαρτύρησαν στη Σεβάστεια το 320 μ.Χ., στα χρόνια του αυτοκράτορα Λικινίου. Ο Α., που ήταν σκοπός, δεν ανήκε στους σαράντα. Αποφάσισε όμως να θυσιαστεί, όταν κάποιος από τους σαράντα την… …   Dictionary of Greek

  • Μάξιμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Είναι κυρίως γνωστός με το όνομα Μαξιμιανός (βλ. λ.). 2. Καταγόταν από τη Μακρούπολη Θράκης και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (286 305) μαζί με τον Ασκληπιοδότη και τον Θεόδοτο. Η μνήμη τους τιμάται στις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”